Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὰ νῶτα

  • 1 hindquarters

    ((of an animal) the back legs and the part of the body above them: I think our dog has injured its hindquarters - it is limping.) οπίσθια,νώτα,πίσω πόδια

    English-Greek dictionary > hindquarters

  • 2 rear

    I 1. [riə] noun
    1) (the back part of something: There is a second bathroom at the rear of the house; The enemy attacked the army in the rear.) πίσω μέρος: νώτα
    2) (the buttocks, bottom: The horse kicked him in his rear.) οπίσθια
    2. adjective
    (positioned behind: the rear wheels of the car.) οπίσθιος, πίσω
    - rearguard II [riə] verb
    1) (to feed and care for (a family, animals etc while they grow up): She has reared six children; He rears cattle.) ανατρέφω: (εκ)τρέφω
    2) ((especially of a horse) to rise up on the hind legs: The horse reared in fright as the car passed.) σηκώνομαι στα πίσω πόδια
    3) (to raise (the head etc): The snake reared its head.) υψώνω, σηκώνω

    English-Greek dictionary > rear

См. также в других словарях:

  • νώτα — τα (ΑΜ νῶτα) βλ. νώτο …   Dictionary of Greek

  • νώτα — τα 1. το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος, αλλ. πλάτες: Μου γύρισε τα νώτα. 2. τα πίσω τμήματα στρατιωτικής παράταξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νῶτα — νῶτον back neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκατὸν πληγαὶ ἐπὶ νῶτα ἑτέρου οὐδέν εἰσι. — См. На чужой спине беремя легко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νῶθ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»